- φιλόδενδρος
- -η, -ο / φιλόδενδρος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδροβοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200-250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και, σπανιότερα, ποωδών φυτών χωρίς βλαστόβ) καταχρηστική ονομασία τού είδους φυτών Μonstera deliciosa τα οποία καλλιεργούνται, συνήθως, ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρωναρχ.αυτός που αγαπά τα δέντρα, τη φυτική βλάστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. ὀλιγό-δενδρος. Το ουδ. φιλόδενδρο(ν), ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. philodendron].
Dictionary of Greek. 2013.